- πυρετός
πυρετός, ὁ, brennende Hitze, Glühhitze; vom Sirius sagt Hom. φέρει πολλὸν πυρετὸν δειλοῖσι βροτοῖσιν, Il. 22, 31; – gew. Fieberhitze, Fieber, Ar. Vesp. 1038 u. in Prosa, wie Plat. Phaed. 105 c.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πυρετός, ὁ, brennende Hitze, Glühhitze; vom Sirius sagt Hom. φέρει πολλὸν πυρετὸν δειλοῖσι βροτοῖσιν, Il. 22, 31; – gew. Fieberhitze, Fieber, Ar. Vesp. 1038 u. in Prosa, wie Plat. Phaed. 105 c.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Πυρετός — burning heat masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρετός — burning heat masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρετός — Κάθε σταθερή ανύψωση της θερμοκρασίας του σώματος πάνω από τα φυσιολογικά όρια. Όταν η θερμοκρασία, που λαμβάνεται στη μασχάλη, ξεπερνά τους 37°C θεωρείται π.· όπως είναι γνωστό, η θερμοκρασία του στόματος είναι κατά μερικά δέκατα υψηλότερη από… … Dictionary of Greek
πυρετός — ο 1. παθολογική αύξηση της θερμοκρασίας του σώματος, υπερθερμία, θέρμη, ζέστη. 2. εξαιρετική δραστηριότητα: Προεκλογικός πυρετός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τύφος ή τυφοειδής πυρετός — (Ιατρ.). Οξεία λοιμώδης νόσος, που κατά μέσο όρο διαρκεί 4 5 βδομάδες, με χαρακτήρα ενδημικό επιδημικό. Πρώτη φορά την περιέγραψαν το 1659. Τον υπεύθυνο λοιμώδη παράγοντα ανακάλυψε το 1880 ο Γερμανός γιατρός μικροβιολόγος Καρλ Γιόζεφ Έμπερτ… … Dictionary of Greek
αμφήμερος πυρετός — ἀμφήμερος πυρετός, ο (Α) βλ. αμφημερινός … Dictionary of Greek
κίτρινος πυρετός — Επικίνδυνη για τη ζωή ιογενής νόσος η οποία μεταδίδεται στον άνθρωπο με το δήγμα των κουνουπιών. Στο αρχικό στάδιο χαρακτηρίζεται από πυρετό, πονοκέφαλο και ναυτία. Ύστερα από ολιγοήμερη ύφεση ο πυρετός εμφανίζεται ξανά και συνοδεύεται από ίκτερο … Dictionary of Greek
Τέξας πυρετός — Παρασιτική νόσος, πολύ μεταδοτική, που επιστημονικά ονομάζεται ελομιανσία και οφείλεται στην προσβολή των ερυθρών αιμοσφαιρίων του αίματος από ειδικό αιματοζωάριο, του δίδυμου προσώματος. Μεταδίδεται με το τσίμπημα αρθρόποδων παράσιτων του… … Dictionary of Greek
Πυρετοῖν — Πυρετός burning heat masc gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρετοῖν — πυρετός burning heat masc gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πυρετοῖο — Πυρετός burning heat masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)