- πυρι-τόκος
πυρι-τόκος, Feuer erzeugend, zw., s. Jacobs A. P. p. 143.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πυρι-τόκος, Feuer erzeugend, zw., s. Jacobs A. P. p. 143.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μελισσότοκος — μελισσότοκος, ον (Α) 1. αυτός που έχει γεννηθεί ή παραχθεί από μέλισσα 2. μτφ. αυτός που είναι γλυκός, μελωδικός σαν μέλι («μελισσοτόκων ύμνων», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλισσα + τόκος (< τόκος < τίκτω), πρβλ. λυσί τοκος, πυρί τοκος. Η… … Dictionary of Greek
εχιδνότοκος — ἐχιδνότοκος, ον (ΑΜ) ο γεννημένος από έχιδνα μσν. μτφ. ο γεννημένος από αμαρτωλή ή κακεντρεχή γυναίκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < έχιδνα + τοκος (< τίκτω), πρβλ. αρτί τοκος, πυρί τοκος] … Dictionary of Greek
πυρίτοκος — ον, Α (ως προσωνυμία τού Διονύσου) αυτός που γεννήθηκε μέσα στη φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + τόκος (< τόκος < τίκτω), πρβλ. θαλασσό τοκος. Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθητική σημασία] … Dictionary of Greek