- πυρι-τρεφής
πυρι-τρεφής, ές, mit, vom, im Feuer genährt, Nonn. D. 2, 484.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πυρι-τρεφής, ές, mit, vom, im Feuer genährt, Nonn. D. 2, 484.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πυριτρεφής — ές, ΜΑ αυτός που τράφηκε στη φωτιά ή από τη φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + τρεφής (< τρέφος, το < τρέφω), πρβλ. ανεμο τρεφής, υδατο τρεφής] … Dictionary of Greek