- πυρι-τρόφος
πυρι-τρόφος, Feuer nährend, ῥιπίς, Philp. 13 (VI, 101).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πυρι-τρόφος, Feuer nährend, ῥιπίς, Philp. 13 (VI, 101).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πυριτρόφος — ον, ΜΑ αυτός που τρέφει τη φωτιά («πυριτρόφους ῥιπίδας», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + τρόφος (< τρέφω), πρβλ. μελισσο τρόφος, πιτυο τρόφος] … Dictionary of Greek