- πυρι-σμάραγος
πυρι-σμάραγος, im oder vom Feuer tosend, krachend, Theocr. syrinx (XV, 21), Πόϑος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πυρι-σμάραγος, im oder vom Feuer tosend, krachend, Theocr. syrinx (XV, 21), Πόϑος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πυρισμάραγος — ον, Α αυτός που ηχεί, που παράγει θόρυβο από τη φωτιά που τον καίει. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + σμάραγος (< σμαραγῶ «ηχώ, κάνω θόρυβο»), πρβλ. αλι σμάραγος, μεγαλο σμάραγος) … Dictionary of Greek