εὐ-βοσία

εὐ-βοσία

εὐ-βοσία, , gute Weide, τῆς χώρας Arist. H. A. 3, 21; Fruchtbarkeit, Ergiebigkeit des Landes, Posidon. bei Ath. XII, 527 e; übh. gute, reichliche Nahrung, σώματος Arist. gen. an. 4, 6; ἐξ ἁλός Leon. Al. 2 (XI, 199).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ευβοσία — εὐβοσία, ἡ (Α) 1. η καλή βοσκή («ἡ χώρα ἔχει πολλὴν εὐβοσίαν», Αριστοτ.) 2. αποδοτική καλλιέργεια 3. καλή φυσική κατάσταση («εὐβοσία τοῡ σώματος», Αριστοτ.) 4. αφθονία 5. ως κύριο όν. Ευβοσία θεότητα που λατρευόταν στη Μικρά Ασία. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • χηνοβοσία — ἡ, Α η χηνοβοσκία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χήν, χηνός + βοσία (< βοτος < βόσκω), πρβλ. γερανο βοσία] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”