εὐ-αλσής, ές, mit schönen Hainen, Strab. III p. 152; mss. εὐαλδές.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευαλσής — εὐαλσής, ές (Α) αυτός που έχει ωραία άλση («νησίον εὐαλσές», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + αλσής (< άλσος), πρβλ. κατ αλσής] … Dictionary of Greek
καταλσής — καταλσής, ές (Α) (για τόπο) δασώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + αλσής (< ἄλσος), πρβλ. ευ αλσής] … Dictionary of Greek