- εὐ-μορφία
εὐ-μορφία, ἡ, schöne Bildung, Schönheit, Eur. Tr. 936; χολῆς λοβοῦ τε ποικίλην εὐμ. Aesch. Prom. 493; σώματος Plat. Legg. IV, 716 a; Folgde; ψυχῆς Themist.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐ-μορφία, ἡ, schöne Bildung, Schönheit, Eur. Tr. 936; χολῆς λοβοῦ τε ποικίλην εὐμ. Aesch. Prom. 493; σώματος Plat. Legg. IV, 716 a; Folgde; ψυχῆς Themist.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μορφιά — η η ομορφιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. μορφία, κατ αποκοπήν από το σύνθ. ευ μορφία] … Dictionary of Greek
θηρομορφία — θηρομορφία, ἡ (Α) θηριομορφία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρ(ο) * + μορφία (< μορφος < μορφή), πρβλ. δυσ μορφία, ομοιο μορφία] … Dictionary of Greek
ζυγομορφία — η βοτ. η αμφίπλευρη συμμετρία τών ανθέων, το φαινόμενο κατά το οποίο το άνθος παρουσιάζει αμφίπλευρη συμμετρία ως προς ένα κατακόρυφο επίπεδο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. zygomorphy < zygo (πρβλ. επίθ. ζυγός) + morphy (πρβλ. μορφια… … Dictionary of Greek
ημιμορφία — Το φαινόμενο σχηματισμού κρυσταλλικών μορφών που χαρακτηρίζονται από έλλειψη κέντρου συμμετρίας και πολική διαμόρφωση ενός κρυσταλλικού άξονα συμμετρίας. Οι ημιμορφικοί κρύσταλλοι δεν παρουσιάζουν παραλληλία όλων των εδρών τους ανά ζεύγη και… … Dictionary of Greek
πολεομορφία — η, Ν 1. η μετατόπιση τού πληθυσμού μιας χώρας στα αστικά κέντρα, η αστυφιλία 2. ο τρόπος διαβίωσης στην πόλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόλις, εως + μορφία (< μορφος < μορφή), απόδοση στην Ελληνική τού αγγλ. urbanism (< λατ. urbs, is «πόλη»)] … Dictionary of Greek
πτηνομορφία — η, Ν ιατρ. παθολογική οπισθογένεια, κατά την οποία η πλάγια κατατομή προσώπου μοιάζει με κεφαλή πτηνού. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτηνό + μορφία (< μορφος < μορφή)] … Dictionary of Greek
υδρομορφία — η, Ν (εδαφολ.) τρόπος εξέλιξης ενός εδάφους, που εξαρτάται κυρίως από το υδάτινο καθεστώς και χαρακτηρίζεται από κορεσμό νερού. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. hydromorphie (< υδρ[ο] * + μορφία < μορφή)] … Dictionary of Greek