- πυρι-σπείρητος
πυρι-σπείρητος, mit Feuer umwunden, ἐπακτρίς, Paul. Sil. ecphr. 475.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πυρι-σπείρητος, mit Feuer umwunden, ἐπακτρίς, Paul. Sil. ecphr. 475.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πυρισπείρητος — ον, Α περικυκλωμένος από φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + σπειρητος (< σπειρῶμαι < σπεῖρα)] … Dictionary of Greek