πυρι-σπόρος

πυρι-σπόρος

πυρι-σπόρος, Feuer säend,? – πυρίσπορος, im Feuer gesäet, geboren, Opp. Cyn. 4, 304 Orph. Hymn. 44, 1. 51, 2.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • καρποσπόρος — καρποσπόρος, ον (Α) αυτός που σπείρει καρποφόρα φυτά. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρπός (Ι) + σπόρος (< σπόρος < σπείρω), πρβλ. πυρι σπόρος, τεκνο σπόρος] …   Dictionary of Greek

  • μεροποσπόρος — μεροποσπόρος, ον (Α) αυτός που σπέρνει, που γεννά ανθρώπους. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέροψ + οπος «αυτός που έχει έναρθρη φωνή» + σπόρος (πρβλ. παιδο σπόρος, πυρι σπόρος)] …   Dictionary of Greek

  • πυρίσπορος — και πυρόσπορος, ον, Α (κυρίως ως προσωνυμία τού Διονύσου) αυτός που γεννήθηκε από τη φωτιά ή μέσα στη φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι / πύρο (βλ. λ. πυρ) + σπόρος (< σπόρος < σπείρω), πρβλ. σιτόσπορος) …   Dictionary of Greek

  • πυρισπόρος — ον, Α πυρίσπαρτος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + σπόρος (< σπόρος < σπείρω), πρβλ. φυτοσπόρος. Η παροξυτονία προσδίδει στη λ. ενεργητική σημασία] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”