- πυρι-πλήθω
πυρι-πλήθω, voll Feuer sein, Ἠέλιος Maneth. 3, 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πυρι-πλήθω, voll Feuer sein, Ἠέλιος Maneth. 3, 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πίμπρημι — Α 1. πυρπολώ, βάζω φωτιά σε κάτι (α. «πρῆσε δὲ πυρὸς θύρετρα», Ομ. Ιλ. β. «ἠθέλησε πυρὶ πρῆσαι κατ ἄκρας», Σοφ. γ. «πρήσω πόλιν», Αισχύλ.) 2. φλεγμαίνω, έχω φλεγμονή («πίμπρησι δὲ χείλη», Νίκ.) 3. πρήθω*. φυσώ και φουσκώνω κάτι, προκαλώ φούσκωμα… … Dictionary of Greek