- πυρι-στεφής
πυρι-στεφής, ές, mit Feuer gekränzt, umgeben; εὐνή, Nonn. D. 8, 289; Procl. Hymn. in Solem.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πυρι-στεφής, ές, mit Feuer gekränzt, umgeben; εὐνή, Nonn. D. 8, 289; Procl. Hymn. in Solem.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κισσοστεφής — ές (Α κισσοστεφής και κιττοστεφής, ές) στεφανωμένος με κισσό. [ΕΤΥΜΟΛ. < κισσός + στεφής (< στέφος), πρβλ. πυρι στεφής, ροδο στεφής] … Dictionary of Greek
πυριστεφής — ές, Α περικυκλωμένος από φωτιά («πυριστεφής εὐνή», Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + στέφης (< στέφος, τὸ < στέφω), πρβλ. κισσο στεφής, χρυσο στεφής] … Dictionary of Greek