εὐ-αιμία

εὐ-αιμία

εὐ-αιμία, , gutes Blut, Galen.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • παραπρωτεϊναιμία — η ιατρ. η κυκλοφορία παραπρωτεϊνών στο αίμα σε άτομα με διάφορες παθήσεις, όπως λ.χ. μυέλωμα, αλλά και σε φαινομενικώς υγιή άτομα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παραπρωτεΐνη + αιμία (< αίμα), πρβλ. ουρ αιμία] …   Dictionary of Greek

  • σηψαιμία — (Ιατρ.). Παθολογική κατάσταση λοιμώδους φύσης, που αφορά ολόκληρο τον οργανισμό εξαιτίας γενικευμένης εισβολής μικρόβιων. Η σ. οφείλεται ή σε εξαιρετική λοιμογόνα δύναμη του υπεύθυνου μικρόβιου ή, συχνότερα, σε μείωση των αμυντικών δυνατοτήτων… …   Dictionary of Greek

  • σπαναιμία — η, Ν ιατρ. (παλαιός όρος) παθολογική ελάττωση τών στοιχείων τού αίματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπάνιος + αιμία (< αίμα), πρβλ. αν αιμία] …   Dictionary of Greek

  • χολερυθριναιμία — η, Ν φυσιολ. η φυσιολογική παρουσία χολερυθρίνης στον ορό τού αίματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χολερυθρίνη + αιμία (< αιμος < αίμα), πρβλ. λευχ αιμία] …   Dictionary of Greek

  • χοληστεριναιμία — η, Ν (παλ. όρος) ιατρ. υπερχοληστεριναιμία. [ΕΤΥΜΟΛ. < χοληστερίνη + αιμία (< αιμος < αίμα), πρβλ. λευχ αιμία] …   Dictionary of Greek

  • List of medical roots, suffixes and prefixes — This is a list of roots, suffixes, and prefixes used in medical terminology, their meanings, and their etymology. There are a few rules when using medical roots. Firstly, prefixes and suffixes, primarily in Greek, but also in Latin, have a… …   Wikipedia

  • αζωθαιμία — Με τον όρο αυτό εννοούμε την αύξηση της ουρίας στο αίμα (και γενικότερα του αζώτου) σε επίπεδα πάνω από το φυσιολογικό, χωρίς όμως ο ασθενής να εκδηλώνει συμπτώματα. Όσο προχωρεί η βλάβη των νεφρών, τόσο αυξάνεται η ουρία του αίματος. Από ένα… …   Dictionary of Greek

  • αλκοολαιμία — η η στάθμη τού οινοπνεύματος στο αίμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο ελληνικός όρος πλάστηκε < αλκοόλη + αιμία < αίμα] …   Dictionary of Greek

  • θαλασσαιμία — η κληρονομική μορφή αιμολυτικής αναιμίας, μεσογειακή αναιμία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. thalassemia < thalass (πρβλ. θαλασσο + emia (πρβλ. αιμία < αίμα)] …   Dictionary of Greek

  • θρομβοκυτταραιμία — η αύξηση τού αριθμού τών αιμοπεταλίων πάνω από το ανώτατο κανονικό όριο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. thrombocythemia < thrombo (πρβλ. θρόμβος) + cyt (πρβλ. κύτταρο) + hemia (πρβλ. αιμία < αίμα)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”