- εὐ-ακόλουθος
εὐ-ακόλουθος, leicht folgend, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐ-ακόλουθος, leicht folgend, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἁκόλουθος — ἀκόλουθος , ἀκόλουθος following masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκόλουθος — following masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακόλουθος — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από τη Θηβαΐδα και έζησε στην Ερμούπολη της Αιγύπτου επί Μαξιμιανού. Τον συνέλαβαν στα χρόνια του ηγεμόνα Αρριανού, ο οποίος προσπάθησε με κολακείες και απειλές να τον επαναφέρει στην εθνική θρησκεία … Dictionary of Greek
ακόλουθος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που ακολουθεί, ο επόμενος: Την ακόλουθη μέρα ξεκινήσαμε για το ταξίδι. 2. ο συνεπής: Όσα είπα είναι ακόλουθα προς όσα πιστεύω. 3. κατώτερος βαθμός στην υπαλληλική ιεραρχία και ειδική θέση στο διπλωματικό σώμα: Από γραφέας… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀκολουθότερον — ἀκόλουθος following adverbial comp ἀκόλουθος following masc acc comp sg ἀκόλουθος following neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκολούθως — ἀκόλουθος following adverbial ἀκόλουθος following masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκόλουθον — ἀκόλουθος following masc/fem acc sg ἀκόλουθος following neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκολουθότερα — ἀκόλουθος following neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκολουθότερος — ἀκόλουθος following masc nom comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκολούθοιν — ἀκόλουθος following masc/fem/neut gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκολούθοις — ἀκόλουθος following masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)