- εὐ-αγόραστος
εὐ-αγόραστος, Erkl. von εὔωνος, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐ-αγόραστος, Erkl. von εὔωνος, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀγοραστός — bought masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγοραστός — ή, ό (Α ἀγοραστός, ή, ὸν) [ἀγοράζω] αυτός που αποκτήθηκε έναντι χρημάτων, ο αγορασμένος νεοελλ. αυτός που προέρχεται από την αγορά (σε αντίθεση με όσα υπάρχουν στο σπίτι και δεν αγοράζονται απ έξω) … Dictionary of Greek
αγόραστος — η, ο ο μη αγορασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγοραστός, όπου το αρχικό α θεωρήθηκε στερητικό με τον αναβιβασμό τού τόνου] … Dictionary of Greek
αγοραστός — ή, ό αγορασμένος: Το σπίτι που βλέπεις είναι αγοραστό, όχι κληρονομιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀγοραστόν — ἀγοραστός bought masc acc sg ἀγοραστός bought neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγοραστούς — ἀγοραστός bought masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγοραστή — ἀγοραστός bought fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγοραστά — ἀγοραστά̱ , ἀγοραστής the slave who had to buy masc nom/voc/acc dual ἀγοραστής the slave who had to buy masc voc sg ἀγοραστής the slave who had to buy masc nom sg (epic) ἀγοραστός bought neut nom/voc/acc pl ἀγοραστά̱ , ἀγοραστός bought fem… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Плагис, Яннис — Яннис Плагис греч. Γιάννης Αγοραστός Πλαγής … Википедия
χρυσαγόραστος — η, ο, Ν αυτός που αγοράζεται με χρυσό. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + αγοραστός (< αγοράζω), πρβλ. ακριβ αγόραστος] … Dictionary of Greek
ἀγοραστῶν — ἀγοραστής the slave who had to buy masc gen pl ἀγοραστός bought fem gen pl ἀγοραστός bought masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)