εὐ-μαρής

εὐ-μαρής

εὐ-μαρής, ές (nach den Alten von μάρη, = χείρ, also = εὐχερής, Schol. Il. 15, 37), leicht, bequem, mühelos; εὐμαρές ἐστι, es ist leicht, Pind. P. 3, 115, N. 3, 20; so oft bei Folgdn, bes. Dichtern, Eur. Alc. 492, Alph. 1 (XII, 18), Simonds. 71 (XIII, 11), ἐν εὐμαρεῖ τὸ δρᾶν Eur. I. A. 969; δυςτυχούντων εὐμαρὴς ἀπαλλαγή Aesch. Suppl. 334, vgl. Ag,. 1299, χρόνος εὐμαρὴς ϑεός Soph. Kl. 1 79, eine Gottheit, die Alles leicht ausführt, wie auch Hippocr., Themist. von Menschen, häufiger von Sachen, die leicht zu beschaffen sind. βίος D. Hal., ὅσα εὐτελέστατα καὶ τοῖς πενεστάτοις τῶν στρατιωτῶν εὐμαρῆ Hdn. 4, 7, 10, öfter bei Sp. – Das adv. auch früher in Prosa, τὴν νῆσον εὐμαρῶς διεκόσμησεν Plat. Critia. 113 e, vgl. Legg. IV, 706 b; oft bei Luc. u. Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Μάρης — masc acc pl (attic epic doric) Μάρης masc nom/voc pl (doric aeolic) Μάρης masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάρης — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Καταγόταν από την Περσία. Μαρτύρησε με αποκεφαλισμό επί Σαβωρίου, μαζί με τους Άβιβου, Ηλία, Λάζαρο, Μαρούθα, Ναρσή, Σάβα, Σιμιάθη και Ζανιθά. Η μνήμη τους τιμάται στις 29 Μαρτίου. 2. Ήταν ασκητής. Η… …   Dictionary of Greek

  • Μαρής, Γιάννης — (Σκόπελος 1916 – 1980). Φιλολογικό ψευδώνυμο του δημοσιογράφου και συγγραφέα Γιάννη Τσιριμώκου. Καταγόταν από τη γνωστή οικογένεια των πολιτικών και λογοτεχνών Τσιριμώκου της Λαμίας. Σπούδασε στη Νομική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου… …   Dictionary of Greek

  • Μαρής, Δημήτριος — (Ταϊγάνι, Ρωσία 1905 – Αθήνα 1964). Πιανίστας και συνθέτης. Σπούδασε πιάνο και σύνθεση στο ωδείο του Κιέβου και εργάστηκε για μερικά χρόνια ως βοηθός αρχιμουσικού στην εκεί Όπερα. Στην Ελλάδα εγκαταστάθηκε οριστικά το 1925, για να διοριστεί λίγα… …   Dictionary of Greek

  • μάρης — μάρη hand fem gen sg (epic ionic) μάρις fem nom/voc pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μάρη — Μάρης masc nom/voc/acc dual (doric aeolic) Μάρης masc acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μαρέων — Μάρης masc gen pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μαρίων — Μάρης masc gen pl (doric) Μάριος masc gen pl Μαρίων masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μαρῶν — Μάρης masc gen pl (attic epic doric) Μᾱρῶν , Μᾶρες masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μάρεα — Μάρης masc acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μάρεις — Μάρης masc nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”