εὐμαρίζω

εὐμαρίζω

εὐμαρίζω, erleichtern, Io. Chrys. u. a. Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ευμαρίζω — εὐμαρίζω (ΑΜ) [ευμαρής] ελαφρύνω, ανακουφίζω, καθησυχάζω, απαλύνω …   Dictionary of Greek

  • εξευμαρίζω — ἐξευμαρίζω (Α) [ευμαρίζω] 1. καθιστώ κάτι εύκολο, ανακουφίζω κάποιον («συμφορὰς δὲ τὰς ἐμὰς ἐξευμαρίζων», Ευρ.) 2. μέσ. παρασκευάζω («τίν ἐλπίδαἤ πόρον σωτηρίας ἐξευμαρίζει, πρέσβυ;», Ευρ.) …   Dictionary of Greek

  • κατευμαρίζω — (AM) (επιτ. τ. τού ευμαρίζω*) ελαφρύνω, ανακουφίζω, καθησυχάζω, απαλύνω εντελώς …   Dictionary of Greek

  • διηυμάριζε — διά εὐμαρίζω imperf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διηυμάριστο — διά εὐμαρίζω plup ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”