εὐμαρία

εὐμαρία

εὐμαρία, ion. u. poet. εὐμαρίη, = εὐμάρεια.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • εὐμαρία — εὐμαρίᾱ , εὐμάρεια fem nom/voc/acc dual εὐμαρίᾱ , εὐμάρεια fem nom/voc sg (attic doric aeolic) εὐμαρίᾱ , εὐμαρίη fem nom/voc/acc dual εὐμαρίᾱ , εὐμαρίη fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευμάρεια — η (Α εὐμάρεια και εὐμαρία) [ευμαρής] νεοελλ. αφθονία υλικών μέσων, ευπορία, άνετη ζωή, υλική ευημερία αρχ. 1. ευχέρεια, ευκολία στο να κάνει κάποιος κάτι («ἐζήτησε... τόκοισιν εὐμάρειαν», Ευρ.) 2. ευκολία στην κίνηση, ευκινησία, δεξιότητα,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”