- εὐ-δρανία
εὐ-δρανία, = εὐδράνεια, ἡ, LXX.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐ-δρανία, = εὐδράνεια, ἡ, LXX.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Δρανιά — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 280 μ., 170 κάτ.) στην πρώην επαρχία Κομοτηνής του νομού Ροδόπης. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα του νομού. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Οργάνης. Παλαιότερα ονομαζόταν Κοζλού Δερέ … Dictionary of Greek