εὐ-δρανής

εὐ-δρανής

εὐ-δρανής, ές, sich wohlbefindend, thatkräftig, VLL.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ευδρανής — εὐδρανής, ές (Μ) 1. (για πρόσωπα) ρωμαλέος, εύρωστος 2. (για ιδέες, πνευματικές ικανότητες κ.λπ.) ισχυρός, σταθερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + δρανής (< δραίνω «είμαι έτοιμος για δράση», παράλλ. τ. τού δρω), πρβλ. α δρανής, ολιγο δρανής] …   Dictionary of Greek

  • λιποδρανής — λιποδρανής, ές (Α) αυτός που έχει έλλειψη δυνάμεως, που δεν έχει δύναμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο) * + δρανής (< δραίνω «έχω δύναμη»), πρβλ. α δρανής, αμφι δρανής] …   Dictionary of Greek

  • ολιγοδρανής — ὀλιγοδρανής, ές (Α) αυτός που έχει λίγη δύναμη, αδύναμος, ασθενικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + δρανής (< δραίνω «έχω δύναμη»), πρβλ. α δρανής, λιπο δρανής] …   Dictionary of Greek

  • ολιγοδρανώ — ὀλιγοδρανῶ, έω (Α) 1. έχω λίγη δύναμη, είμαι αδύναμος, ασθενικός 2. (ο επικ. τ. τὴς μτχ. ενεστ. ως επίθ.) ὀλιγοδρανέων, έουσα, έον ασθενικός, αδύναμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + δρανῶ (< δρανής < δραίνω «έχω δύναμη»), πρβλ. α… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”