- εὐμαρότης
εὐμαρότης, ητος, ἡ, = εὐμάρεια, Callistr. p. 894, 11.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐμαρότης, ητος, ἡ, = εὐμάρεια, Callistr. p. 894, 11.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευμαρότης — εὐμαρότης, ἡ (Α) [ευμαρής] ευμάρεια* … Dictionary of Greek
εὐμαρότητα — εὐμαρότης fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευμαρής — (μέσα 6ου αι. π.Χ.). Αθηναίος ζωγράφος. Χρησιμοποίησε πρώτος τη διχρωμία, ώστε να είναι εμφανής η διάκριση των ανδρικών από τα γυναικεία σώματα στη ζωγραφική. * * * εὐμαρής, ές (Α) 1. ευχερής, εύκολος (α. «ευμάρεα προλέξαις», Αλκ. β. «εὐμαρὲς… … Dictionary of Greek