- εὐ-κάρπεια
εὐ-κάρπεια, ἡ, = εὐκαρπία, em. des Metrums wegen, Eur. Tr. 217.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐ-κάρπεια, ἡ, = εὐκαρπία, em. des Metrums wegen, Eur. Tr. 217.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καρπεία — καρπεία, ἡ (Α) [καρπεύω] 1. η απολαβή, η κάρπωση («καρπεία τῶν κρεῶν», Πολ.) 2. στον πληθ. αἱ καρπεῑαι οι μισθοί … Dictionary of Greek
καρπεῖα — καρπεῖον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρπείας — καρπείᾱς , καρπεία usufruct fem acc pl καρπείᾱς , καρπεία usufruct fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρπείαν — καρπείᾱν , καρπεία usufruct fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)