εὐ-κάρφωτος

εὐ-κάρφωτος

εὐ-κάρφωτος, Erkl. von εὐγόμφωτος, Schol. Opp. H. 1, 58.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • καρφωτός — ή, ό (Μ καρφωτός, ή, όν) [καρφώνω] ο συνδεδεμένος με καρφιά, ο καρφωμένος νεοελλ. 1. μπηγμένος απότομα και βίαια, όπως το καρφί 2. στερεά συνδεδεμένος σαν να ήταν με καρφιά 3. αυτός που γίνεται για «κάρφωμα», για κατάδοση («καρφωτή πληροφορία»).… …   Dictionary of Greek

  • καρφωτός — ή, ό επιρρ. ά καρφωμένος: Οι σόλες είναι καρφωτές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακάρφωτος — η, ο [καρφωτός] αυτός που δεν είναι καρφωμένος, δεν είναι στερεωμένος με καρφιά …   Dictionary of Greek

  • πασσαλευτός — ή, όν, Α [πασσαλεύω] καρφωτός, καρφωμένος …   Dictionary of Greek

  • περαστός — ή, ό 1. ο περασμένος πέρα πέρα, αλλιώς κλειδωτός (όχι καρφωτός). 2. ο περασμένος από τρυπητή, ο σουρωμένος, ο στραγγισμένος: Το φαγητό γίνεται με περαστή ντομάτα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”