εὐ-κλήματος

εὐ-κλήματος

εὐ-κλήματος, ἄμπελος, mit vielen Ranken, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κλήματος — κλή̱ματος , κλῆμα twig neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βοστρύχιον — βοστρύχιον, το (AM) μικρός βόστρυχος αρχ. 1. πλόκαμος, έλικα του κλήματος 2. πλοκάμι χταποδιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < βόστρυχος. Η σημ. «έλικα του κλήματος» κατ επίδραση του βότρυς*] …   Dictionary of Greek

  • κούρβουλο — το (Μ κούρβουλον) κορμός κλήματος νεοελλ. 1. αποξηραμένος κορμός κλήματος που χρησιμοποιείται ως καύσιμη ύλη, κούτσουρο αμπέλου 2. ο κορμός κάθε δένδρου 3. (κατ επέκτ.) το όλο φυτό, το κλήμα 4. μτφ. αδρανής, ξερός, ακίνητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κούρβος …   Dictionary of Greek

  • σταφίδα — Ο αποξηραμένος μαύρος καρπός της σταφιδαμπέλου, αλλά και η ίδια η σταφιδάμπελος, όπως επίσης και το κτήμα που φέρει φυτεία σταφιδαμπέλου. Ασταφίς και σταφίς ήταν όροι με τους οποίους οι αρχαίοι Έλληνες χαρακτήριζαν κάθε αποξηραμένη σταφυλή. Η… …   Dictionary of Greek

  • κούρβουλο — το (λ. λατ.) 1. ο κορμός του κλήματος, το κλήμα. 2. ο ξεραμένος κορμός του κλήματος. 3. ο κορμός κάθε δέντρου. 4. ο ακίνητος άνθρωπος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Peparethos — Gemeinde Skopelos Δήμος Σκοπέλου (Σκόπελος) DEC …   Deutsch Wikipedia

  • Skopelos — Gemeinde Skopelos Δήμος Σκοπέλου (Σκόπελος) …   Deutsch Wikipedia

  • Skópelos — Gemeinde Skopelos Δήμος Σκοπέλου (Σκόπελος) DEC …   Deutsch Wikipedia

  • ακαμάτης — Ένα από τα πέντε μικρά νησιά που βρίσκονται μπροστά στο λιμάνι του Γαυρίου, της Άνδρου. Με το όνομα αυτό είναι γνωστό και ένα από τα τρία ακρωτήρια, στα οποία τελειώνει προς Α η ακτή του νότιου τμήματος της Άνδρου. Τα άλλα δύο λέγονται Άγιος… …   Dictionary of Greek

  • αμπελάνθισμα — το 1. το άνθισμα, το άνθος τού κλήματος 2. η εποχή τής άνθησης τού αμπελιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < άμπελος + άνθισμα «άνθος» < ανθίζω πρβλ. αρχ. ἀμπελάνθη] …   Dictionary of Greek

  • αμπελοβλάσταρο — το ο τρυφερός βλαστός τού κλήματος που κόβεται και διατηρείται στην άλμη ή στο ξίδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμπέλι + βλαστάρι] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”