- εὐ-κρήδεμνος
εὐ-κρήδεμνος, mit schöner Kopfbinde, Nonn. D. 26, 338.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐ-κρήδεμνος, mit schöner Kopfbinde, Nonn. D. 26, 338.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κυανοκρήδεμνος — κυανοκρήδεμνος, ον (Α) (ως επίθ. τής Θέτιδος) αυτή που φορά βαθυκύανο κεφαλόδεσμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύανος + κρήδεμνος (< κρήδεμνον «κεφαλόδεσμος»), πρβλ. καλλι κρήδεμνος, λιπαρο κρήδεμνος] … Dictionary of Greek
μελαγκρήδεμνος — μελαγκρήδεμνος, ον (Α) 1. αυτός που έχει μαύρο κεφαλόδεσμο 2. σκοτεινός, μαύρος («μελαγκρήδεμνος ὁμίχλη», Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + κρήδεμνον «κεφαλόδεσμος» (πρβλ. κυανο κρήδεμνος, λιθο κρήδεμνος)] … Dictionary of Greek
μέλας — I Επώνυμο μεγάλης ηπειρωτικής οικογένειας με καταγωγή από τα Ιωάννινα. Μετά τον φόνο του αρματολού Γιάννου Μ. και τη δήμευση της μεγάλης αγροτικής περιουσίας της οικογένειας από τους Τούρκους κατά τα μέσα του 17ου αι., πολλά μέλη της αναγκάστηκαν … Dictionary of Greek
φοινικοκρήδεμνος — και δωρ. τ. φοινικοκράδεμνος, ον, Α (για γυναίκα) αυτός που φορά κεφαλόδεσμο πορφυρού χρώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), οίνικος «πορφυρό χρώμα» + κρήδεμνος (< κρήδεμνον / κράδεμνον «κεφαλόδεσμος»), πρβλ. λιθοκρήδεμνος] … Dictionary of Greek