εὐ-κρᾱσία

εὐ-κρᾱσία

εὐ-κρᾱσία, , die gute Mischung, Temperatur, τῶν ὡρῶν Plat. Tim. 24 c u. Folgde; auch σώματος, Arist. part. an. 3, 12; bes. vom Klima, Pol. 34, 8, 4; χώρας, τόπων, D. Sic. 1, 10. 80. [bei Man. 5, 59 εὐκρᾰσία].


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • θερμοκρασία — Η έννοια της θ. αποτελεί την ποσοτική έκφραση της αίσθησης του θερμού ή του ψυχρού που έχουμε όταν αγγίζουμε ένα σώμα. Για να εξαλείψουμε τις αναπόφευκτες ασάφειες που οφείλονται στην υποκειμενικότητα των αισθήσεων, παίρνουμε ως βάση για τη… …   Dictionary of Greek

  • Βουλγαρία — Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο.Συνορεύει στα Β με τη Ρουμανία, στα Δ με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία (ΒΔ) και την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (ΝΔ), στα Ν με την Ελλάδα και την Τουρκία, ενώ Α βρέχεται από… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • ετεροκρασία — η η ανάμιξη στο αίμα ξένων ουσιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + κρασία (< κρατος < κεράννυμι «αναμιγνύω»), πρβλ. α κρασία, ευ κρασία κ.ά.] …   Dictionary of Greek

  • θεοκρασία — η (Α θεοκρασία) νεοελλ. συγκρητισμός, η ανάμιξη και συγχώνευση διαφόρων θρησκειών, θεών και τύπων λατρείας αρχ. η μίξη με θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + κρασία (< κράσις «μίξις» < κεράννυμι), πρβλ. α κρασία, ιδιο συγ κρασία] …   Dictionary of Greek

  • ιδιοκρασία — ἰδιοκρασία, ἡ (Α) η ιδιαίτερη κράση τού καθενός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο * + κρασια (< κρατος < θ. κρα τού κεράννυμι «αναμιγνύω»), πρβλ. θερμο κρασία, ιδιοσυγ κρασία] …   Dictionary of Greek

  • οινοπνευματοποιία — Η βιομηχανία της παραγωγής οινοπνεύματος και οινοπνευματωδών ποτών. Βασικά, ο όρος σημαίνει την παραγωγή οινοπνεύματος με απόσταξη αλλά ο ίδιος όρος αναφέρεται και στα εργοστάσια παρασκευής ποτών που προέρχονται από ζύμωση, όπως τα κρασιά. Τα… …   Dictionary of Greek

  • χειροκρασία — ἡ, Α διαπληκτισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + κρασία (< κρατος < θ. κρᾱ τού κεράννυμι «ανακατεύω»), πρβλ. εὐ κρασία] …   Dictionary of Greek

  • χιλή — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Χιλής Συντομευμένη Ονομασία: Χιλή Εκταση: 756.950 τ.χλμ. Πληθυσμός: 15.498.930 (Ιούλιος 2002) Πρωτεύουσα: ΣαντιάγοΚράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β και ΒΑ με το Περού και τη Βολιβία αντίστοιχα και στα Α… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”