εὐ-από-δεικτος

εὐ-από-δεικτος

εὐ-από-δεικτος, leicht zu beweisen, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ευαπόδεικτος — η, ο (Α εὐαπόδεικτος, ον) αυτός που αποδεικνύεται εύκολα, που ελέγχεται εύκολα, απτός, χειροπιαστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + απο δεικτός (< απο δεικνύω) πρβλ. δυσ απόδεικτος, αν από δεικτος] …   Dictionary of Greek

  • δείχνω — και δείχτω (AM δείκνυμι και δεικνύω) 1. υποδεικνύω, εντοπίζω κάποιον ή κάτι τείνοντας προς το μέρος του τον δείχτη του δεξιού χεριού («δείξε στον χάρτη το χωριό σου», «δεῑξαι Άλέξανδρον... Μενελάῳ») 2. φανερώνω, προβάλλω, αποκαλύπτω (α. «το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”