εὐ-από-δεκτος

εὐ-από-δεκτος

εὐ-από-δεκτος, leicht anzunehmen, wahrscheinlich, Tzetz.; willkommen, Schol. Il. 2, 235.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • δεκτός — και δεχτός, ή, ό (AM δεκτός, ή, όν) [δέχομαι] ο αποδεκτός, ο παραδεκτός (α. «η πρόταση έγινε δεκτή» β. «οὐδεὶς προφήτης δεκτὸς ἐν τῇ πατρίδι αὐτοῦ», ΚΔ) νεοελλ. 1. εκείνος τον οποίο δέχεται σε ακρόαση αξιωματούχος ή προϊστάμενος στην ιεραρχία 2.… …   Dictionary of Greek

  • ετερόδεκτος — ἔτερόδεκτος, ον (Μ) ετερόδοξος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο* + δεκτός (< δέχομαι), πρβλ. απο δεκτός] …   Dictionary of Greek

  • ευαπόδεκτος — η, ο (ΑΜ εὐαπόδεκτος, ον) 1. αυτός τον οποίο εύκολα αποδέχεται κάποιος, ο αποδεκτός μσν. καλόδεχτος, ευχάριστος, ευάρεστος. επίρρ... εὐαποδέκτως (Μ) με τρόπο ευαπόδεκτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + απο δεκτός (< απο δέχομαι), πρβλ. αν απόδεκτος] …   Dictionary of Greek

  • τρέσας — (από το ρήμα τρέω, αόριστος έτρεσα, που σημαίνει τρέπομαι σε φυγή μπροστά στον εχθρό). Τ. είναι όποιος από δειλία τρέπεται σε φυγή σε ώρα μάχης. Τη λέξη τη χρησιμοποιούσαν στη Σπάρτη για να δηλώσουν ανέντιμο άνθρωπο. Τον τρέσαντα δεν τον… …   Dictionary of Greek

  • τρεσάς — (από το ρήμα τρέω, αόριστος έτρεσα, που σημαίνει τρέπομαι σε φυγή μπροστά στον εχθρό). Τ. είναι όποιος από δειλία τρέπεται σε φυγή σε ώρα μάχης. Τη λέξη τη χρησιμοποιούσαν στη Σπάρτη για να δηλώσουν ανέντιμο άνθρωπο. Τον τρέσαντα δεν τον… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …   Dictionary of Greek

  • Παλαιολόγος — I Επώνυμο μεγάλης βυζαντινής οικογένειας από την οποία προέρχεται και η δυναστεία των Παλαιολόγων. Πολλά μέλη της έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην ιστορική πορεία της αυτοκρατορίας. Από αυτά γνωστότερα είναι: 1. Νικηφόρος. Στρατηγός και υπέρτιμος.… …   Dictionary of Greek

  • Βέρντι, Τζουζέπε — (Giuseppe Verdi, Ρόνκολε, Πάρμα 1813 – Μιλάνο 1901). Ιταλός συνθέτης, από τους κορυφαίους της όπερας. Ακολουθώντας την κλίση του στη μουσική, άρχισε τις πρώτες του μουσικές σπουδές στα οκτώ του χρόνια με ένα παλιό πιάνο και κατόρθωσε, γύρω στα… …   Dictionary of Greek

  • Σοπέν, Φρειδερίκος Φραγκίσκος — (Chopin). Πολωνός συνθέτης και πιανίστας (Ζελάζοβα Βόλα 1810 Παρίσι 1849). Αποκάλυψε πολύ νωρίς το μουσικό του ταλέντο και άρχισε γρήγορα τη μελέτη του πιάνου του οργάνου της προτίμησης του, στο οποίο κυρίως αφιέρωσε την ιδιοφυΐα του κι έκανε την …   Dictionary of Greek

  • δέχομαι — (AM δέχομαι Α και δέχνυμαι και δέκομαι) 1. παραλαμβάνω κάτι, παίρνω κάτι που μού προσφέρεται ή μού αποστέλλεται 2. συγκεντρώνω, μαζεύω, χωράει μέσα μου («η φιάλη δεν τό δέχτηκε όλο το νερό», «ὀπὸν κάδοις δέχομαι») 3. ανέχομαι, υπομένω («δεν… …   Dictionary of Greek

  • θεόδεκτος — θεόδεκτος, ον (Μ) ο δεκτός από τον θεό («θεόδεκτοι δεήσεις»). [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + δεκτός (< δέχομαι), πρβλ. α παρά δεκτος ευ πρόσ δεκτος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”