- εὐ-από-νιπτος
εὐ-από-νιπτος, leicht abzuwaschen, B. A. 817, 12.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐ-από-νιπτος, leicht abzuwaschen, B. A. 817, 12.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νίβω — και νίπτω και νίφτω (AM νίπτω και νίβω, Α και νίζω, Μ και νίβγω) 1. (αρχ. και μέσ. νίπτομαι) πλένω μέρος τού σώματος, ιδίως το πρόσωπο και τα χέρια 2. κάνω καθαρμό, καθαίρω, εξαγνίζω («νίψον ἀνομήματα μὴ μόναν ὄψιν», βυζαντ. καρκινική επιγρ. σε… … Dictionary of Greek