- εὐ-από-βατος
εὐ-από-βατος, bequem zum Landen, νῆσος εὐαπο-βατωτέρα Thuc. 4, 30.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐ-από-βατος, bequem zum Landen, νῆσος εὐαπο-βατωτέρα Thuc. 4, 30.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βάτος — I Μικρό ακατοίκητο νησί του Αιγαίου, που υπάγεται διοικητικά στον δήμο Οινουσσών του νομού Χίου. II Ονομασία τριών οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 880 μ., 151 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βονίτσης και Ξηρομέρου του νομού Αιτωλοακαρνανίας.… … Dictionary of Greek
λειόβατος — λειόβατος, ὁ (Α) 1. το ψάρι βατίς, το σελάχι, αλλ. βάτος 2. το ψάρι ρίνα 3. (κατά το λεξ. Σούδα) (ως άλλος τ. τού λεώβατος, βατός από τον λαό) ο ομαλός τόπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος + βατος (< βαίνω), πρβλ. ηλιό βατος, χαλκό βατος] … Dictionary of Greek
Σινά — Χερσόνησος της Αιγύπτου, που βρίσκεται μεταξύ των κόλπων του Σουέζ και της Άκαμπα. Έχει έκταση 65 000 τ. χλμ. και στο μεγαλύτερο μέρος της είναι άνυδρη και άγονη. Ολόκληρο το νότιο τμήμα της αποτελείται από ένα κρυσταλλοπαγή ορεινό όγκο, που… … Dictionary of Greek
βέλος — Όπλο σχήματος μικρού ακοντίου, συνήθως από ξύλο, λίγο περισσότερο μακρύ από μισό μέτρο, που ρίχνεται με το τόξο. Εκτός από το ακόντιο, το β. αποτελείται από δύο κύρια μέρη, την αιχμή και τη γλυφή. Η πρώτη, προορισμένη να χτυπά τον στόχο, στους… … Dictionary of Greek
θηρόβατος — θηρόβατος, ον (Μ) ο βατός από άγρια ζώα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρ(ο) * + βατος (< βαίνω), πρβλ. ά δατος, δύσ βατος] … Dictionary of Greek
Οινούσσες — Ονομασία δύο μικρών νησιωτικών συστάδων της Ελλάδας, από τις οποίες η μία βρίσκεται στα νοτιοδυτικά παράλια της Πελοποννήσου και η άλλη στα βορειοδυτικά παράλια της Χίου. 1. Η συστάδα των Ο. της Πελοποννήσου είναι γνωστή και με την ονομασία… … Dictionary of Greek
Χίου, νομός — Το νησί Χίος αποτελεί νομό, στον οποίο υπάγονται και τα νησιά Ψαρά, Οινούσες, και τα μικρότερα Aντιψαρά, Βάτος και Ποντικονήσι. Ο νομός έχει έκταση 904 τ. χλμ. Πρωτεύουσα του νομού, ο οποίος δεν έχει άλλη επαρχία, είναι η πόλη Χίος. Το ανάγλυφο… … Dictionary of Greek
Differences between codices Sinaiticus and Vaticanus — Codex Sinaiticus and Codex Vaticanus, two of great uncial codices, representatives of the Alexandrian text type, are considered excellent manuscript witnesses of the text of the New Testament. Most critical editions of the Greek New Testament… … Wikipedia
ηλίβατος — ἠλίβατος και δωρ. ἀλίβατος, ον (Α) 1. (στον Όμ. πάντα για απότομους βράχους) ψηλός, απότομος, απόκρημνος, ανηφορικός 2. (για δέντρα, καθώς και για τον θρόνο τού Διός στην Ολυμπία) ψηλός, μεγάλος (τῶν ἠλιβάτων θρόνων ἄρχοντα», Αριστοφ.) 3. (για τη … Dictionary of Greek
ρόδο — το / ῥόδον, ΝΜΑ και αιολ. τ. βρόδον, Α το άνθος τής ροδής, το τριαντάφυλλο (α. «ο Απρίλης με τα λουλούδια κι ο Μάης με τα ρόδα» β. «φύεται αὐτόματα ρόδα», Ηρόδ. γ. «οὔτε γὰρ ἐκ σκίλλης ῥόδα φύεται οὐδ ὑάκινθος», Θέογν.) νεοελλ. φρ. α) «ρόδο τής… … Dictionary of Greek
σπανάκι — Μονοετές λαχανικό της οικογένειας των Χηνοποδιιδών (δικοτυλήδονα). Επιστημονική ονομασία σ. το λαχανώδες. Κατάγεται από την Ασία και ήταν άγνωστο στους αρχαίους Έλληνες. Στην Ευρώπη άλλωστε έγινε γνωστό περίπου το 1000 μ.Χ. Από τότε, η… … Dictionary of Greek