εὐ-από-δοτος

εὐ-από-δοτος

εὐ-από-δοτος, was man leicht von sich giebt, βῶξ Ath. VIII, 356 b, wo jetzt εὐανάδοτος steht; leicht wiederzugeben, λόγος S. Emp. adv. math. 7, 343, ἀξίωμα 8, 85.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ευαπόδοτος — η, ο (Α εὐαπόδοτος, ον) αυτός που ερμηνεύεται εύκολα, ο ευκολοερμήνευτος, ο ευκολομετάφραστος νεοελλ. αυτός που δίνεται εύκολα πίσω, αυτός που επιστρέφεται εύκολα («ευαπόδοτη φιλοφροσύνη») αρχ. αυτός τον οποίο χωνεύει κάποιος εύκολα, ο εύπεπτος.… …   Dictionary of Greek

  • θεόδοτος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αρχιτέκτονας και γλύπτης (4ος αι. π.Χ.). Πήρε μέρος στις εργασίες για την κατασκευή του ναού του Ασκληπιού στην Επίδαυρο. 2. Μακεδόνας ναύαρχος του Αντίγονου (; – 315 π.Χ.). Το 315 ναυμάχησε με τον ναύαρχο του… …   Dictionary of Greek

  • θεόσδοτος — θεόσδοτος, ον (AM) αυτός που δόθηκε από θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. θεόσ δοτος (αντί τού ορθού θεό δοτος) < θεός + δοτος (< δίδωμι, πρβλ. αν επί δοτος, έκ δοτος) κατ αναλογία προς το διόσ δοτος*] …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΝΕΟΤΕΡΩΝ ΧΡΟΝΩΝ (1828 ΕΩΣ ΣΗΜΕΡΑ) Τα γεγονότα που σημάδεψαν τη νεότερη ιστορία της Ελλάδας ήταν πολλά και ιδιαίτερα σημαντικά, συνέτειναν δε, μέσα από αιματηρές εσωτερικές διενέξεις (με αποκορύφωμα τον εθνικό διχασμό) και… …   Dictionary of Greek

  • πατρόδοτος — ον, Μ αυτός που δόθηκε ή παραδόθηκε από τον πατέρα, πατροπαράδοτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + δοτος (< δοτός < δίδωμι), πρβλ. θεό δοτος] …   Dictionary of Greek

  • Ζευς — Η κορυφαία θεότητα στο αρχαίο ελληνικό πάνθεον. Βλ. λ. Δίας. (Αστρον.) Πλανήτης του ηλιακού συστήματος. Βλ. λ. Δίας (Αστρον.). * * * και Δίας, ο (AM Ζεύς, Διός) 1. (στην αρχαία Ελλάδα) βασιλιάς και πατέρας θεών και ανθρώπων, θεός τού ουρανού και… …   Dictionary of Greek

  • δίνω — (I) και δίδω και δώνω (AM δίδωμι και δίδω) Ι. 1. δίνω στο χέρι κάτι, εγχειρίζω 2. χαρίζω, παρέχω («τού δώσε δέκα λίρες», «για τούτο είδεν ο Θεός τον περισσόν του πόνον και ήδωκεν στη ρήγισσα και πάλιν άλλον γόνον») 3. κληροδοτώ («τού δώσε τ… …   Dictionary of Greek

  • βάση — η (AM βάσις) 1. το σημείο ή το μέρος όπου πατάει ή στηρίζεται κάποιος ή κάτι, υπόβαθρο, θεμέλιο («η βάση της σκάλας», «βάσις του κίονος») 2. ανατ. το σημείο στήριξης ή το πλατύτερο μέρος ορισμένων μερών του σώματος («η βάση της κεφαλής») 3. (γεωμ …   Dictionary of Greek

  • ασύδοτος — η, ο 1. αφορολόγητος 2. αυτός που λέει και κάνει ό,τι θέλει 3. απαλλαγμένος από κάθε υποχρέωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < *α σύν δοτος «εκείνος που δεν εισφέρει»] …   Dictionary of Greek

  • διόσδοτος — και διόδοτος, ον (Α) ο αυτός που δόθηκε από τον Δία, σταλμένος απ τον Δία. [ΕΤΥΜΟΛ. < γεν. διός του ονόμ. Ζευς + δοτος < δίδωμι] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”