εὐ-χείρωτος

εὐ-χείρωτος

εὐ-χείρωτος, leicht zu überwältigen, zu bändigen; στρατός Aesch. Pers. 444; εὐχείρωτοι αὐτοῖς ἐδόκουν εἶναι οἱ διαβεβηκότες Xen. Hell. 5, 3, 4, öfter; im superlat., στρατιὰ ἄτακτος τοῖς πολεμίοις εὐχειρωτότατον (f. L. ist εὐχειρότατον) Oec. 8, 4, wie Cyr. 1, 6, 36; τοὺς Ἕλληνας ποιεῖν εὐχειρώτους Pol. 5, 104, 5; a. Sp., wie Plut. Crass. 21. Auch εὐχειρότερος bei D. Cass. 36, 7 ist richtig in εὐχειρωτότερος geändert.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • χειρωτός — to be subdued masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειρωτός — ή, όν, Α [χειρῶ (II)] (κατά τον Ησύχ.) «εὐάλωτος» …   Dictionary of Greek

  • χειρωτόν — χειρωτός to be subdued masc acc sg χειρωτός to be subdued neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειρωτοί — χειρωτός to be subdued masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειρωτοῦ — χειρωτός to be subdued masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευχείρωτος — εὐχείρωτος, ον (Α) 1. αυτός που καταβάλλεται εύκολα 2. ευπειθής, υπάκουος 3. εύκολος, ευχερής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + χειρωτος (< χειρώ), πρβλ. α χείρωτος, δυσ χείρωτος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”