εὐ-χείμερος

εὐ-χείμερος

εὐ-χείμερος, mit gelindem Winter, wo man den Winter gut zubringen kann, οἰκίαι Arist. pol. 7, 10; χωρίον Poll. 5, 108. – Auch = die Kälte gut ertragend, εὐχειμερώτεραι αἱ οἶες Arist. H. A. 8, 10.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • χείμερος — unfitted to endure winter masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χείμερος — ον, Α (ποιητ. τ.) (για χρονικές περιόδους) αυτός που χαρακτηρίζεται από σφοδρή κακοκαιρία, πάρα πολύ ψυχρός. [ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητ. τ. σχηματισμένος υστερογενώς κατ απόσπαση από σύνθ. τ., πρβλ. δυσ χείμερος, εὐ χείμερος, τών οποίων το β συνθετικό… …   Dictionary of Greek

  • χείμερον — χείμερος unfitted to endure winter masc/fem acc sg χείμερος unfitted to endure winter neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειμέροις — χείμερος unfitted to endure winter masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυχείμερος — ον, Α ο πολύ χειμερινός, αυτός που έχει βαρύ χειμώνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + χείμερος, ποιητ. τ. τού χειμέριος «χειμερινός» (< χεῖμα, τὸ, «χειμώνας»), πρβλ. κακο χείμερος] …   Dictionary of Greek

  • κακοχείμερος — κακοχείμερος, ον (Α) ο ανίκανος ή ακατάλληλος, απρόσφορος στο να υπομείνει χειμώνα, να ανεχθεί κακοκαιρία («κακοχείμεροι φύσεις», Σωρ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + χείμερος, ποιητ. τ. τού χειμέριος] …   Dictionary of Greek

  • χειμέρας — Α [χείμερος] (κατά τον Ησύχ.) «χειμερινάς» …   Dictionary of Greek

  • χειμώνας — ο / χειμών, ῶνος, ΝΜΑ 1. (αστρον. μετεωρ.) η ψυχρότερη εποχή τού έτους, η οποία ακολουθεί την εποχή τού φθινοπώρου και προηγείται τής εποχής τής άνοιξης 2. (κατ επέκτ.) πολύ ψυχρός, θυελλώδης καιρός, βαρυχειμωνιά 3. μτφ. τα γηρατειά αρχ. 1. μτφ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”