εὐ-χειρία

εὐ-χειρία

εὐ-χειρία, , Geschicklichkeit der Hand; Pol. 11, 13, 3, im plur., wie D. Sic. 19, 16; a. Sp., wie Hdn.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • χειρία — χειρίᾱ , χείριος in the hands fem nom/voc/acc dual χειρίᾱ , χείριος in the hands fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειρίαν — χειρίᾱν , χείριος in the hands fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθαροχειρία — καθαροχειρία, ἡ (Μ) το να έχει κάποιος χέρια καθαρά και αγνά. [ΕΤΥΜΟΛ. < καθαρός + χειρία (< χειρ < χείρ), πρβλ. θρασυ χειρία, πολυ χειρία] …   Dictionary of Greek

  • ολιγοχειρία — ὀλιγοχειρία, ἡ (Α) έλλειψη εργατικών χεριών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ολιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + χειρία (< χειρ < χείρ «χέρι»), πρβλ. αυτο χειρία] …   Dictionary of Greek

  • βιολέτα — (violla).Κοινή ονομασία της καλλιεργούμενης ποικιλίας του φυτικού είδους ματθιόλα η πολιά της οικογένειας των σταυρανθών. Έχει βλαστό διακλαδιζόμενο, με τη βάση αποξυλωμένη, ύψος 30 60 εκ., φύλλα επαλλάσσοντα, προμήκη, χνουδωτά, άνθη κόκκινα,… …   Dictionary of Greek

  • ραιβοχειρία — η, Ν ιατρ. πλάγια απόκλιση τού άκρου χεριού, σε σχέση με τον πήχη, προς την πλευρά τής κερκίδας, η οποία είναι συνήθως συγγενής, ενώ συχνά συνδυάζεται με πολλαπλές διαμαρτίες διαπλάσεως. [ΕΤΥΜΟΛ. < ραιβός «στραβός» + χειρία (< χειρ <… …   Dictionary of Greek

  • χείριος — ία, ον, Α [χείρ, χειρός] υποχείριος, αυτός που βρίσκεται υπό την εξουσία άλλου («προλείπω βωμὸν ἥδε χειρία σφάζειν, φονεύειν», Ευρ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”