εὐ-υφής

εὐ-υφής

εὐ-υφής, ές, schön gewebt, πέπλος, Soph. Trach. 599; Antip. Sid. 37 (X, 2).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ὑφῆς — ὑφάω pres ind act 2nd sg (doric) ὑφάω pres ind act 2nd sg (epic doric ionic) ὑφάζω fut ind act 2nd sg (doric) ὑφή web fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευυφής — εὐυφής, ές (Α) υφασμένος καλά («εὐυφῆ λαίφεα», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + υφής (< ύφος), πρβλ. αραχνο υφής, λινο υφής] …   Dictionary of Greek

  • λαϊνυφής — λαϊνυφής, ές (Α) κατασκευασμένος από λίθο ή μάρμαρο, πέτρινος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάϊνος + υφής (< ὕφος «ύφασμα»), πρβλ. λεπτο υφής, λευκο υφής] …   Dictionary of Greek

  • λεπτοϋφής — ές (Α λεπτοϋφής, ές) 1. (για υφάσματα) υφασμένος λεπτά, λεπτοϋφασμένος, λεπτοΰφαντος 2. μτφ. λεπτοκαμωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * (< επίρρ. λεπτά) + υφής (< ὕφος), πρβλ. ευ υφής, παρ υφής] …   Dictionary of Greek

  • λινοϋφής — λινοϋφής, ές και λινόϋφος, ον (Α) υφασμένος με ίνες λιναριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + υφής (< ὕφος), πρβλ. ευ υφής, παρ υφής] …   Dictionary of Greek

  • ταναϋφής — ές, Α λεπτοΰφαντος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. τανα υφής (αντί *ταναουφής, με σίγηση τού ο ) < ταναός* «υψηλός» + υφής (< ὕφος), πρβλ. ἡμι υφής] …   Dictionary of Greek

  • παρυφής — ές, ΜΑ 1. (για ένδυμα ή ύφασμα) αυτός που έχει παρυφή, ο παρυφασμένος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ παρυφές η παρυφή ενδύματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + υφής (< ὕφος < ὑφαίνω), πρβλ. λινο ϋφής] …   Dictionary of Greek

  • πλινθυφής — ές, Α χτισμένος, οικοδομημένος με πλίνθους, πλινθόκτιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλίνθος + υφής (< ὕφος< ὑφαίνω), πρβλ. λινο υφής] …   Dictionary of Greek

  • πλουσιοϋφής — ες, Μ αυτός που είναι υφασμένος με πολυτελή, πλούσιο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλούσιος + υφής (< ὕφος < ὑφαίνω), πρβλ. ευ υφής] …   Dictionary of Greek

  • σιδονυφής — ές, Α υφασμένος στη Σιδώνα ή υφασμένος από Σιδόνιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < Σιδόνιος + υφής (< ὕφος < ὑφαίνω), πρβλ. πλινθ υφής] …   Dictionary of Greek

  • σινδονυφής — ές, Α υφασμένος όπως η σινδών· [ΕΤΥΜΟΛ. < σινδών, όνος + υφής (< ὕφος < ὑφαίνω), πρβλ. πλινθ υφής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”