- εὐ-υπέρ-βλητος
εὐ-υπέρ-βλητος, leicht zu übertreffen, Arist. Eth. 4, 5.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐ-υπέρ-βλητος, leicht zu übertreffen, Arist. Eth. 4, 5.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευυπέρβλητος — εὐυπέρβλητος, ον (Α) αυτός τον οποίο εύκολα κανείς υπερβαίνει, αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να ξεπεράσει εύκολα («τὸ γὰρ τοιοῡτον οὐκ εὐυπέρβλητον», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + υπερ βλητος (< υπερ βάλλω), πρβλ. αν υπέρ βλητος] … Dictionary of Greek