Ὕψης — Ὕψευς masc nom pl Ὕψευς masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευυψής — εὐυψής, ές (Μ) αυτός που έχει μεγάλο ύψος («οἱ εὐυψεῑς καὶ ἀκρόκομοι φοίνικες», Νικ. Χων.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + υψής (< ύψος), πρβλ. αν ισο υψής, ισο υψής] … Dictionary of Greek