εὐ-σέληνος

εὐ-σέληνος

εὐ-σέληνος, mondhell, Hesych. εὐφεγγής.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ηλιοσέληνος — ἡλιοσέληνος, ον (AM ἡλιοσέληνος, ον) μσν. αυτός που ανήκει στον ήλιο και στη σελήνη αρχ. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἡλιοσέληνος λίθος τού οποίου ο συνδυασμός τών χρωμάτων θυμίζει τη σύνοδο ήλιου και σελήνης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + σεληνος (< σελήνη),… …   Dictionary of Greek

  • ημισέληνος — Το ημικυκλικό σχήμα της Σελήνης που εμφανίζεται στο πρώτο ή στο τελευταίο της τέταρτο (αλλιώς, μισοφέγγαρο). Οι Σουμέριοι και οι Ακάδιοι λάτρευαν τη Σελήνη με την ονομασία Σιν, παριστάνοντάς την άλλοτε με τα χαρακτηριστικά γενειοφόρου άνδρα και… …   Dictionary of Greek

  • πανσέληνος — (Aστρov.). Η Σελήνη σε πλήρη κύκλο, γεμάτο φεγγάρι, ολόγιομο φεγγάρι. Η φάση της Σελήνης κατά την οποία φαίνεται από τη Γη σαν τέλειος κυκλικός δίσκος, όσες φορές ο δορυφόρος βρίσκεται σε αντίθεση με τον Ήλιο και επομένως φωτίζεται ολόκληρο το… …   Dictionary of Greek

  • πληροσέληνος — ον, ΜΑ 1. (για τη σελήνη) γεμάτος, πανσέληνος 2. (για την ημέρα) ολοφώτιστος, πλησιφαής μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ πληροσέληνον η πανσέληνος αρχ. το θηλ. ως ουσ. ἡ πληροσέληνος μτφ. εκκλ. λαμπρότητα, δόξα («ἐκκλησία... νικήσασα τὸν ὄφιν καὶ τῆς… …   Dictionary of Greek

  • προσέληνος — ον, ΜΑ, και προυσέληνος Α μσν. φρ. «προσέληνοι ἡμέραι» οι τρεις ημέρες πριν από την εμφάνιση τής νέας σελήνης αρχ. 1. (ως επίθ. τών Αρκάδων) αυτός που είναι προγενέστερος, αρχαιότερος από τη σελήνη 2. υβριστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + σέληνος… …   Dictionary of Greek

  • τρισέληνος — ον, Α 1. αυτός που αντιστοιχεί σε τρεις σελήνες («πλάτος τρισέληνον», Πλούτ.) 2. αυτός που διαρκεί τρεις σελήνες, τρεις νύχτες («Ἀλκμήνης τρισέληνος ἀκοίτης», Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + σέληνος (< σελήνη), πρβλ. δωδεκα σέληνος] …   Dictionary of Greek

  • υπερσέληνος — ον, Α αυτός που βρίσκεται πάνω από τη σελήνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + σέληνος (< σελήνη), πρβλ. προ σέληνος] …   Dictionary of Greek

  • υποσέληνος — ον, Α αυτός που βρίσκεται κάτω από την σελήνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + σέληνος (< σελήνη), πρβλ. ἐπι σέληνος] …   Dictionary of Greek

  • πλησισέληνος — ον, ΜΑ πλησιφαής σελήνη, πανσέληνος, ολόγιομο φεγγάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος < θ. πλησ(ι) τού πίμπλημι* (πρβλ. αόρ. ἔ πλησ α) + σελήνη (πρβλ. πληρο σέληνος)] …   Dictionary of Greek

  • πρωτοσέληνος — ον, Α αυτός που είναι προγενέστερος, αρχαιότερος από τη σελήνη, προσέληνος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + σέληνος (< σελήνη)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”