εὐ-σέλαος

εὐ-σέλαος

εὐ-σέλαος, sehr leuchtend, Paul. Sil. Soph. 830.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σέλαος — σέλας light neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σέλας — αος, το, ΝΜΑ, γεν. και ατος, πληθ. σέλα, άων, Α (ιδίως για φως ουράνιων σωμάτων) έντονη λάμψη, ακτινοβολία, φεγγοβολιά («φαιδρὸν ἁλίου σέλας», Αισχύλ.) νεοελλ. (μετεωρ. αστρον. γεωφ.) 1. οπτικό ατμοσφαιρικό φαινόμενο, ορατό κυρίως στις βόρειες ή… …   Dictionary of Greek

  • τόξο — Όπλο που αποτελείται από μια βέργα, στις άκρες της οποίας είναι δεμένη μια χορδή από σχοινί ή νεύρο. Η χορδή τεντώνεται δυνατά και αφήνεται απότομα ελεύθερη την κατάλληλη στιγμή, δίνοντας βίαιη ώθηση στο βέλος, που το κάνει να πετάξει προς τον… …   Dictionary of Greek

  • Liste der unregelmäßigen Substantive im Neugriechischen — Unregelmäßige Substantive im Neugriechischen sind Substantive, die sich in verschiedenerlei Hinsicht grammatikalisch anders verhalten als die Mehrheit der neugriechischen Substantive. Inhaltsverzeichnis 1 Übersicht 2 Gebrauch 3 Substantive mit… …   Deutsch Wikipedia

  • Liste unregelmäßiger Substantive im Neugriechischen — Unregelmäßige Substantive im Neugriechischen sind Substantive, die sich in verschiedenerlei Hinsicht grammatikalisch anders verhalten als die Mehrheit der neugriechischen Substantive. Inhaltsverzeichnis 1 Übersicht 2 Gebrauch 3 Substantive mit… …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige Nomen im Neugriechischen — Unregelmäßige Substantive im Neugriechischen sind Substantive, die sich in verschiedenerlei Hinsicht grammatikalisch anders verhalten als die Mehrheit der neugriechischen Substantive. Inhaltsverzeichnis 1 Übersicht 2 Gebrauch 3 Substantive mit… …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige Substantive im Neugriechischen — sind Substantive, die sich in verschiedenerlei Hinsicht grammatikalisch anders verhalten als die Mehrheit der neugriechischen Substantive. Inhaltsverzeichnis 1 Übersicht 2 Gebrauch 3 Substantive mit individuellem Deklinationsschema …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige neugriechische Substantive — Unregelmäßige Substantive im Neugriechischen sind Substantive, die sich in verschiedenerlei Hinsicht grammatikalisch anders verhalten als die Mehrheit der neugriechischen Substantive. Inhaltsverzeichnis 1 Übersicht 2 Gebrauch 3 Substantive mit… …   Deutsch Wikipedia

  • ατμόσφαιρα — Αεριώδης μάζα που περιβάλλει τη Γη και επιτρέπει τη ζωή του ανθρώπου και όλων των άλλων οργανισμών του ζωικού και του φυτικού βασιλείου. Τα φαινόμενα που συμβαίνουν μέσα στην α., εκτός του ότι συμβάλλουν στη γεωλογική εξέλιξη του πλανήτη,… …   Dictionary of Greek

  • πολικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους πόλους τής γήινης σφαίρας ή ο σχετικός με τους πόλους 2. ο σχετικός με τους πόλους μαγνήτη ή ηλεκτρικής στήλης 3. όρος που χρησιμοποιείται στη φυσικοχημεία για να χαρακτηρίσει τα μόρια τα οποία δρουν …   Dictionary of Greek

  • άγκστρεμ — (angström). Μονάδα μέτρησης μηκών που βασίζεται στο μήκος κύματος λR του ερυθρού φωτός του καδμίου (cd). Με διεθνή συμφωνία ορίστηκε το 1907 σύμφωνα με τη σχέση: λR = 6438.6496 Å, όπου Å είναι το διεθνές σύμβολο της μονάδας ά. Η σύγκριση του Å με …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”