- εὐ-σανίδωτος
εὐ-σανίδωτος, Erkl. von εὔσελμος, Schol. Od. 2, 390.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐ-σανίδωτος, Erkl. von εὔσελμος, Schol. Od. 2, 390.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σανιδωτός — ή, ό / σανιδωτός, ή, όν, ΝΑ [σανιδῶ] στρωμένος, καλυμμένος ή κατασκευασμένος με σανίδες αρχ. (κυρίως για πλοίο) αυτός που έχει σανιδένιο κατάστρωμα … Dictionary of Greek
σανιδωτός — ή, ό στρωμένος με σανίδες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σανιδωτά — σανιδωτός planked neut nom/voc/acc pl σανιδωτά̱ , σανιδωτός planked fem nom/voc/acc dual σανιδωτά̱ , σανιδωτός planked fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σανιδωτῶν — σανιδωτός planked fem gen pl σανιδωτός planked masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σανιδωτόν — σανιδωτός planked masc acc sg σανιδωτός planked neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ՏԱԽՏԱԿԱՄԱԾ — (ի, ից, իւք կամ օք.) NBH 2 0838 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 10c, 12c, 13c ա. σανιδωτός tabulatus, asseribus tectus ἑξυλώμενος ligno tectus, contignatus. Տախտակօք մածեալ, պատեալ, զօդեալ. Խոր տախտակամածս արասցես զնա… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)