- εὐ-σκώμμων
εὐ-σκώμμων, ον, gut, leicht spottend, witzig, Hdn. Philet. p. 442.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐ-σκώμμων, ον, gut, leicht spottend, witzig, Hdn. Philet. p. 442.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευσκώμμων — εὐσκώμμων, ον (Α) επιδέξιος στους αστεϊσμούς ή στις απαντήσεις, ετοιμόλογος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + σκώμμων (< σκώμμα «αστεϊσμός»), πρβλ. πολυ σκώμμων, φιλο σκώμμων] … Dictionary of Greek
πολυσκώμμων — ονος, ὁ, ἡ, Α πολύ σκωπτικός, αυτός που αρέσκεται να περιπαίζει, να κοροϊδεύει τους άλλους, χλευαστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + σκώμμων (< σκῶμμα < σκώπτω), πρβλ. φιλο σκώμμων] … Dictionary of Greek
φιλοσκώμμων — ον ΝΜΑ (στην νεοελλ. ως λόγιος τ.) αυτός που τού αρέσουν τα πειράγματα ή οι αστεϊσμοί. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + σκώμμων (< σκῶμμα «πείραγμα, αστεϊσμός»)] … Dictionary of Greek