- εὐ-σύμ-φορος
εὐ-σύμ-φορος, sehr nützlich, Eust.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐ-σύμ-φορος, sehr nützlich, Eust.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευσύμφορος — εὐσύμφορος και εὐξύμφορος, ον (Μ) αυτός που συμφέρει πολύ, ο πολύ ωφέλιμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + συμ φορος (< συμ φέρω)] … Dictionary of Greek
φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… … Dictionary of Greek