- εὐ-σύμ-φυτος
εὐ-σύμ-φυτος, leicht zusammenwachsend, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐ-σύμ-φυτος, leicht zusammenwachsend, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατάφυτος — η, ο (Α κατάφυτος, ον) (για τόπους) γεμάτος φυτά ή φυτείες, πυκνοφυτεμένος αρχ. φυτευμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + φυτος (< φυτός < φύομαι «φυτρώνω»), πρβλ. έμ φυτος, σύμ φυτος] … Dictionary of Greek
ευσύμφυτος — εὐσύμφυτος, ον (Α) (για φυτά) αυτός που συμφύεται ή που αυξάνεται εύκολα μαζί με κάτι άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + σύμ φυτος (< συμ φύομαι)] … Dictionary of Greek
θεοσύμφυτος — θεοσύμφυτος, ον (AM) ο ενωμένος με τον θεό («θεοσυμφύτοις εὐαγγελισταῑς»). [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + σύμ φυτος (< συμφύομαι)] … Dictionary of Greek