- εὐ-σύν-τακτος
εὐ-σύν-τακτος, wohl zusammengeordnet, Arr. Tact. u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐ-σύν-τακτος, wohl zusammengeordnet, Arr. Tact. u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τάσσω — ΝΜΑ, και αττ. τ. τάττω Α 1. βάζω, τοποθετώ σε κατάλληλη θέση 2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) τεταγμένος, η, ο και μόνο στη νεοελλ. και ταγμένος, η, ο α) τοπ. ο παρατεταγμένος β) χρον. ο καθορισμένος από πριν, προδιαγεγραμμένος νεοελλ. 1. ορίζω … Dictionary of Greek