- εὐ-σύγ-γνωστος
εὐ-σύγ-γνωστος, leicht einzusehen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐ-σύγ-γνωστος, leicht einzusehen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευσύγγνωστος — η, ο (ΑΜ εὐσύγγνω στος, ον) αυτός που συγχωρείται ή μπορεί να συγχωρηθεί εύκολα, για τον οποίο εύκολα επιδεικνύεται κατανόηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + συγ γνωστός] … Dictionary of Greek