εὐ-παγής

εὐ-παγής

εὐ-παγής, ές, gut zusammengefügt, von kräftigem Baue, bes. von guter Leibesbeschaffenheit, Hippocr.; εὐπαγὲς ξυνίστασϑαι τὸ φυόμενον Plat. Legg. VI, 775 c; σχαλίδες Xen. Cyn. 2, 7; ναῦς Luc.; μηροί Opp. Cyn. 1, 188, u. sonst bei Sp. – Adv. εὐπαγέως, Opp. Hal. 3, 401.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • παγῆς — παγεύς pedestal masc nom pl παγεύς pedestal masc nom/voc pl πᾱγῆς , πηγή running water fem gen sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Παγῇς — Παγαί fem dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παγῇς — πάσσω sprinkle aor subj pass 2nd sg πήγνυμι Aër. aor subj pass 2nd sg πᾱγῇς , πήγνυμι Aër. aor subj pass 2nd sg (doric) πᾱγῇς , πηγή running water fem dat pl (epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάγης — πάγη anything that fixes fem gen sg (attic epic ionic) πάσσω sprinkle aor ind pass 2nd sg (homeric ionic) πήγνυμι Aër. aor ind pass 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευπαγής — εὐπαγής, ές (ΑΜ) (για πράγματα) καλά συναρμοσμένος, συμπαγής, στερεός, γερός αρχ. 1. (για το σώμα ή τα μέλη) καλοφτιαγμένος, υγιής, ρωμαλέος, γερός, καλοδεμένος 2. (για αίμα) αυτός που πήζει εύκολα 3. (για ύφος) στερεά δομημένο, ρωμαλέο 4. αυτός… …   Dictionary of Greek

  • πηγνύω — ΝΜΑ, και πήγνυμι ΜΑ 1. εμπηγνύω, μπήγω 2. συναρμόζω, συναρμολογώ 3. μεταβάλλω ρευστό σε στερεό (α. «ο ψυχρός αέρας πηγνύει τη λάβα στις κλιτύς τού ηφαιστείου» β. «κρύσταλλος πέπηγεν», Θουκ.) 4. (σχετικά με γάλα ή τυρί) πήζω μσν. αρχ. 1. καρφώνω,… …   Dictionary of Greek

  • ζεσελαιοπαγής — ζεσελαιοπαγής, ές (Α) (κωμ. επίθ. για πλακούντα, για πίτα) μαγειρεμένος σε λάδι που βράζει. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ζεσ τού ζέω (πρβλ. ζεσ τός) + έλαιον + παγής (< πήγνυμι) πρβλ. ξυλο παγής, συμ παγής] …   Dictionary of Greek

  • ηλοπαγής — ές (Α ἡλοπαγής, ές) ο στερεωμένος με καρφιά, ο καρφωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήλος «καρφί» + παγής (< επάγην, αόρ. τού πήγνυμαι), πρβλ. ξυλο παγής, προσωπο παγής] …   Dictionary of Greek

  • ημιπαγής — ἡμιπαγής, ές (Α) ο σχεδόν στερεοποιημένος, ο πηγμένος κατά το ήμισυ νεοελλ. ιατρ. τέρας με δύο σώματα ενωμένα στον θώρακα, στον λαιμό και στο κάτω μέρος τού προσώπου ώς το στόμα, που είναι κοινό για τα δύο σώματα αρχ. 1. (μτφ. για τη μάθηση)… …   Dictionary of Greek

  • θειοπαγής — θειοπαγής, ές (Α) ο κατασκευασμένος από τον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θείο * + παγής (< πήγνυμι), πρβλ. προσωπο παγής, συμ παγής] …   Dictionary of Greek

  • θεοπαγής — θεοπαγής, ες (Μ) ο θεμελιωμένος από τον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + παγής (< πήγνυμι), πρβλ. συμ παγής, υδρο παγής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”