- εὐ-παιδία
εὐ-παιδία, ἡ, der Besitz guter Kinder, Glück an guten Kindern, Aeschyl. bei Plat. Rep. II, 383 b; Eur. Ion 678; Ar. Vesp. 1512; neben πολυπαιδία Isocr. 9, 72, vgl. 11, 41; Sp., wie Luc. D. D. 22, 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐ-παιδία, ἡ, der Besitz guter Kinder, Glück an guten Kindern, Aeschyl. bei Plat. Rep. II, 383 b; Eur. Ion 678; Ar. Vesp. 1512; neben πολυπαιδία Isocr. 9, 72, vgl. 11, 41; Sp., wie Luc. D. D. 22, 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παιδία — παιδίᾱ , παιδία childhood fem nom/voc/acc dual παιδίᾱ , παιδία childhood fem nom/voc sg (attic doric aeolic) παιδίον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδία — παιδία, ιων. τ. παιδίη, ἡ (Α) [παις, παιδός] 1. η παιδική ηλικία («ἐν παιδίῃ καὶ νεότητι», Ιπποκρ.) 2. το παιδαριώδες τού τρόπου («ἢ γήρᾳ ὑπερμέτρῳ ξυνεχόμενος ἢ παιδίᾳ χρώμενος», Πλάτ.) … Dictionary of Greek
παιδιά — παιδιά̱ , παιδιή fem nom/voc/acc dual παιδιά̱ , παιδιή fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδία' — παιδίᾱͅ , παιδία childhood fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδίᾳ — παιδίᾱͅ , παιδία childhood fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδιά — η (ΑΜ παιδιά) [παις, παιδός] 1. παιχνίδι, ιδίως ομαδικό και κατάλληλα οργανωμένο («παιδιαὶ μαχητικαί, αὐλητικαί, ἐριστικαί», Αριστοτ.) 2. χαριεντισμός, αστειότητα, πείραγμα («τὸν ἐν γέλωτι καὶ ἀκράτῳ καὶ σκώμμασι καὶ παιδιαῑς ἔλεγχον», Πλούτ.)… … Dictionary of Greek
παιδιᾷ — παιδιή fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παίδια — παίδιον little neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδίας — παιδίᾱς , παιδία childhood fem acc pl παιδίᾱς , παιδία childhood fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδί' — παιδίᾱͅ , παιδία childhood fem dat sg (attic doric aeolic) παιδία , παιδίον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδίαν — παιδίᾱν , παιδία childhood fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)