- εὐ-παθία
εὐ-παθία, ἡ, ion. =εὐπάϑεια.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐ-παθία, ἡ, ion. =εὐπάϑεια.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πάθος — το γεν. ους, πληθ. τα πάθη και πάθια 1. αρρώστια, νόσημα σωματικό. 2. περιπέτεια, βάσανο, μαρτύριο: Υπόφερε του Χριστού τα πάθη. 3. ζωηρό συναίσθημα, ορμή, μίσος κτλ.: Μισεί με πάθος τους ψεύτες. 4. ζωηρή τάση, επιθυμία για κάτι: Έχει πάθος με τη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)