- εὐ-πιστία
εὐ-πιστία, ἡ, Zuversicht, Vertrauen, Schol. Ap. Rh. 2, 895; bei Acsch. 1, 57 s. L.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐ-πιστία, ἡ, Zuversicht, Vertrauen, Schol. Ap. Rh. 2, 895; bei Acsch. 1, 57 s. L.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πιστία — (pistia). Φυτό μονοκοτυλήδονο της οικογένειας των αροϊδών, με το μοναδικό είδος π. ο στρατιώτης. Είναι αυτοφυές των τροπικών και παρατροπικών περιοχών της Γης. Πρόκειται για υδρόβια που επιπλέουν, με ρίζες υποβρύχιες. Τα φύλλα της σχηματίζουν… … Dictionary of Greek
πιστιά — (pistia). Φυτό μονοκοτυλήδονο της οικογένειας των αροϊδών, με το μοναδικό είδος π. ο στρατιώτης. Είναι αυτοφυές των τροπικών και παρατροπικών περιοχών της Γης. Πρόκειται για υδρόβια που επιπλέουν, με ρίζες υποβρύχιες. Τα φύλλα της σχηματίζουν… … Dictionary of Greek