- εὐ-περί-ληπτος
εὐ-περί-ληπτος, leicht zu umfassen, also nicht sehr ausgedehnt, Pol. 7, 7, 6.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐ-περί-ληπτος, leicht zu umfassen, also nicht sehr ausgedehnt, Pol. 7, 7, 6.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευπερίληπτος — η, ο (ΑΜ εὐπερίληπτος, ον) αυτός που γίνεται εύκολα κατανοητός, ο ευκολονόητος αρχ. 1. αυτός που συνοψίζεται εύκολα 2. συνεκδ. ο μη διεξοδικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + περι ληπτός (< περιλαμβάνω)] … Dictionary of Greek
λαμβάνω — και λαβαίνω (AM λαμβάνω, Α και λαββάνω, Μ και λαβάνω και λαβαίνω) 1. παίρνω κάτι στα χέρια μου ή πιάνω κάτι με τα χέρια μου και τό κρατώ (α. «λήψῃ δὲ μοσχάριον ἐκ βοῶν ἕν... καὶ ἄρτους ἀζύμους πεφυραμένους ἐν ἐλαίω», ΠΔ β. «χείρεσσι λαβὼν… … Dictionary of Greek